…άλλη μια φορά, με συναίσθημα (κακή μετάφραση του “once more, with feeling”). Όσοι από σας διαβάζετε τούτο εδώ το blog από τα μικράτα του, ίσως θυμάστε αυτό εδώ το post, όπου είχα γράψει για την αποφοίτηση του Δεύτερου Τμήματος της Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης του Κέντρου Μελέτης Μύθων και Παραμυθιών. Τότε, εμείς χλωροί ακόμα (ή “ψάρακες”, όπως συνηθίζεται σε άλλους θεσμούς), είχαμε αναλάβει να στήσουμε μια αποχαιρετιστήρια… χμ… σύνθεση, υποθέτω, για τους αποφοιτούντες. Ούτε που μας πέρναγε από το μυαλό (ή μάλλον, έμοιαζε κάτι τόσο μακρινό που ουσιαστικά δεν υπήρχε μέχρι να συμβεί) ότι κάποτε θα βρισκόμασταν εμείς στη θέση τους.
Να, όμως, που αυτή η μέρα ήρθε, ακριβώς 3 χρόνια, 1 μήνα και 14 ημέρες αργότερα. Δεν ήρθε για όλους όσους ξεκινάγαμε τότε – μερικές από τις συμμαθήτριές μας δεν κατάφεραν να μείνουν μέχρι τέλους, αλλά δεν σημαίνει ότι πάψαμε να τις σκεφτόμαστε. Ο καιρός περνάει, η άμμος του χρόνου τον καταπίνει σαν νερό και ξαφνικά, τις περισσότερες έχουμε να τις δούμε δύο χρόνια, ενώ ήδη γνωριζόμαστε μεταξύ μας τρία…
Με τον χρόνο ανέκαθεν είχα πρόβλημα και η συγεκριμένη βραδιά του Σαββάτου δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η Μάνια Μαράτου μας είπε κάποια φορά (στο Εργαστήρι του Έπους) ότι αν αργούμε, πρέπει τουλάχιστον να έχουμε μια επική δικαιολογία. Αυτή τη φορά, εμένα μου την παρείχε η φύση, αφού εν μία νυκτί, δίχως προειδοποίηση, αρρώστησα τόσο πολύ ώστε να ψήνομαι με 40 πυρετό, να πονάω παντού και να σκοντάφτω από την έλλειψη ισορροπίας. Ωστόσο, κατάπια τα σχετικά χημικά και κατάφερα να φτάσω στο Μουσείο Νεώτερης Κεραμεικής, σαν μικρό δίποδο καμίνι.
Η βραδιά ήταν όμορφη και συγκινητική από όλες τις απόψεις: τους δασκάλους μας, το βίντεο μετά μουσικής και την απλά απίθανη αποχαιρετιστήρια αφήγηση που ετοίμασαν για μας τα παιδιά του νέου τμήματος. Έφτιαξαν ένα κλιμακωτό παραμύθι, με συνοδεία μουσικής, στο οποίο πήραν κάτι από τα πρώτα-πρώτα μας μαθήματα, το συνδύασαν με τα θέματα από τις τελικές μας εργασίες και έβαλαν τον αφηγηματικό μου δίδυμο να τρέχει από συμμαθήτρια σε συμμαθήτρια, αναζητώντας τα πάντα από δαχτυλίδια και καθρέφτες μέχρι φαγητό και όνειρα, προκειμένου ο Ήφαιστος να του επιστρέψει τη φωτιά κι εκείνος να φτιάξει ένα πιθάρι, που να χωρά ένα παραμύθι – ή έναν πίθαρο που να χωρά έναν μύθαρο – “το κουκί και το ρεβίθι”.
Ακόμα και τώρα που είμαι αισθητά καλύτερα, δυσκολεύομαι να περιγράψω εντίμως το συναίσθημα της βραδιάς, τόσο συμπαγές μέσα στην αίθουσα που μπορούσες να το κόψεις με σπαθί. Δυο πράγματα μόνο με θλίβουν κάπως: το γεγονός ότι δεν στάθηκε δυνατό να βρίσκονται εκεί όλοι μας οι δάσκαλοι, όπως η Κατερίνα Βλάχου και η Σύλβια Βενιζελέα κι ακόμα άλλοι που είναι φυσικά ακόμα πιο δύσκολο, αφού διαμένουν στο εξωτερικό, αλλά κυριότερα το ότι ήμουν σε τόσο άθλια κατάσταση – δεν είμαι σίγουρος ότι είπα όλα όσα θα ήθελα να πω, με τον τρόπο που ήθελα να τα πω, στα καινούργια παιδιά που έκαναν αυτή την όμορφη, συγκινητική δουλειά, στις συμμαθήτριές μου, στους δασκάλους μας.
Από όσα είδα πάντως και από όσα άκουσα, μπορώ να πω στα καινούργια παιδιά το εξής: η καρδιά σας βρίσκεται στο σωστό μέρος και τελικά, το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι να την κρατάτε εκεί. Το σκαρί αυτό είναι καλοτάξιδο και κάθε μέρα πάνω του είναι ένα καινούργιο θαύμα – είτε κοράλια στα βαθιά νερά με όλα τα χρώματα της Ίριδας, είτε χαλίκια λευκά σαν κόκαλα που τα ‘χει πλύνει η καταιγίδα και τα έχει θρυμματίσει ο χρόνος, ή ό,τι άλλο βάλει ο νου σας στον ύπνιο και στον ξύπνιο.
Να ‘ναι το ταξίδι σας μακρύ,
Α.Μ.
Υ.Γ.1: Ναι, αποφοίτησε ΚΑΙ η Γεωργία Λαζάρου, το καλό στοιχειό της σχολής (για να μην πω το genius loci του μουσείου), αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν θέλει και πολύ για να την κάνει άλλη μια δόση, έτσι για το καλό βρε αδερφέ!
Υ.Γ.2: Δεν ξέρω επιβεβαιωμένα ότι το πιθάρι της ιστορίας είναι το ίδιο πιθάρι με αυτό στα σκίτσα – όμως σίγουρα θα μπορούσε. Το πρώτο σκίτσο είναι της Μυρτώς Μπελοπούλου, που είχαμε μαζί μας μόνο τον πρώτο χρόνο.
Υ.Γ.3: Τις φωτογραφίες τις *εχμ* “δανείστηκα” από το Κέντρο Μελέτης Μύθων και Παραμυθιών.