Κυρίες, κύριοι (και παιδιά) καλησπέρα σας. Όπως ίσως θυμάστε, οι εργασιακές μου υποχρεώσεις κατά το μήνα Μάρτιο με απέτρεψαν από το να βγάλω Παραμυθόγραμμα, ή να παρακολουθήσω οποιαδήποτε από τις πάμπολλες εκδηλώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης (κι είχε και θέμα Δράκους και Τέρατα φέτος, πανάθεμά με). Έχουμε δε φτάσει σχεδόν μέσα Απριλίου και μόλις τώρα αξιώνομαι να γράψω το Παραμυθόγραμμα του τρέχοντος μήνα, εξαιτίας ενός συνδυασμού υποχρεώσεων στο COMICDOM CON ATHENS 2014 και αγνής, ανώθευτης κούρασης από τις πάμπολλες ώρες παραμονής μπροστά την οθόνη του υπολογιστή.
Σε κάθε περίπτωση, πολύ θα ήθελα να υποσχεθώ τη μη επανάληψη τέτοιας παρατεταμένης αμέλειας, αλλά κάτι τέτοιο, δεδομένης της ιδιαίτερης (και μη αγαστής) σχέσης μου με τον χρόνο, μπορεί πολύ έυκολα και πολύ σύντομα να να με βγάλει ψεύτη. Έτσι περιορίζομαι στο Παραμυθόγραμμα αυτού του μήνα, αυτή τη στιγμή και για τα υπόλοιπα… βλέπουμε.
Θα ήθελα να γράψω κάτι πιο εύγλωττο μετά από ενάμιση μήνα παραμυθιακής απουσίας, αλλά το τελευταίο δίμηνο κατανάλωσα μεγάλη ποσότητα των λέξεών μου στα πλαίσια της δουλειάς και άλλων ενασχολήσεων, οπότε το επί του παρόντος περιορισμένο μου απόθεμα διοχετεύεται όλο σε κάτι αποκλειστικά συγγραφικό. Περισσότερα επ’ αυτού (ελπίζω) εν ευθέτω χρόνω.
Σαν τελευταίο να επισημάνω ότι ακόμα κι αν το είδατε καθυστερεημένα, αξίζει να παρευρεθείτε στην παρουσίαση του ΚΟΤΤΟ του Λευκάδιου Χερν, σε μετάφραση της Τέτης Σώλου, καθώς και να δείτε την έκθεση της εικονογράφου Μαρίας Παπαευσταθίου. Ενδεικτικά…
Λεπτομέρεια από την απόδοση του “Urashima Taro”.
Κάπου εδώ λοιπόν σταματώ τη φλυαρία και περνάμε τάχιστα στη λίστα.
Δυστυχώς τις πρώτες εβδομάδες του Απριλίου έχουν περάσει αρκετές αφηγήσεις, εργαστήρια και άλλα τινά και ίσως τα προσθέσω για αρχειακού ςλόγους, όμως επί του παρόντος δεν επείγει. Όπως πάντα, επισημάνσεις, σχόλια και λοιπά, κάτωθεν στο αντίσοιχο χωρίο. Σύντομα θα προσθέσω μερικά ακόμα, αλλά τώρα ήθελα να προλάβω τα τρέχοντα.
Σκέφτομαι κάτι να γράψω εν είδει εισαγωγής και δεν μου έρχεται τίποτα. Αυτά που έχω στο μυαλό μου είτε θέλουν το δικό τους κείμενο, είτε τα έχω ήδη γράψει, όπως το κείμενο για την τελετή αποφοίτησής μας από τη Σχολή Αφηγηματικής Τέχνης.
Διάβασα ένα ενδιαφέρον κείμενο της Μαρίας Παπανικολάου στην Αχελώνα, σχετικά με την επιλογή και την “αναμέτρηση” με το Μαγικό Παραμύθι, το οποίο αποτέλεσε αρχή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στη σελίδα του Storytelling.GR, για όσους τα παρακολουθείτε μέσω FB. Είναι θέμα που, όπως τα περισσότερα που έχουν πραγματική σημασία, δεν έχει τελική απάντηση, ή τουλάχιστον έχει συνήθως τόσες απαντήσεις όσους και διαλεγόμενους.
Η άποψή μου είναι ότι το Μαγικό Παραμύθι (ως τύπος, σε μια κατηγοροποίηση που διαχωρίζει μεταξύ Ιστοριών Σοφίας, Ευτράπελων, Μύθων Ζώων κλπ.) είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί ως αμιγής οντότητα, διότι εσωκλείει πάρα πολλά μοτίβα και υποείδη και φυσικά μεταλλάσσεται με το πέρας του χρόνου, με τη γεωγραφική μετατόπιση και φυσικά στα χέρια του εκάστοτε αφηγητή. Αν μιλάμε για το υλικό προέλευσης, μια τυπικά δόκιμη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι, βασικά, όλα τα Μαγικά Παραμύθια πηγάζουν από το Έπος του Γκίλγκαμες και τους κοσμολογικούς μύθους των Ακκάδων και Σουμερίων, τα οποία περιλαμβάνουν στα διάφορα επεισόδιά τους όλα ή σχεδόν όλα τα γνωστά παραμυθιακά μοτίβα.
Υπάρχουν ιστορίες που είναι “ασήκωτες”; Φυσικά. Τόσες όσοι και άνθρωποι, ανάλογα ποιος λέει και ποιος ακούει, αλλά “κατ’ απόλυτη τιμή” ασήκωτες; Δεν νομίζω. Σε μια δική μου ιστορία (την οποία είμαι σίγουρος ότι, στην ουσία της, έχουν πει και ακόμα περισσότερο, βιώσει αμέτρητοι άνθρωποι πριν από εμένα) είχα χαρακτηριστικά τις εξής δύο αντιδράσεις: “Αχ, καταλαβαίνω ακριβώς τι θες να πεις” και “Μωρέ μου άρεσε, αλλά… αλλά, νοιώθω ένα σφίξιμο – ένοιωσα ότι δεν υπήρχε λύτρωση”. Φυσικά είχαν κι οι δύο δίκιο, διότι ο καθένας έβλεπε και ενστερνιζόταν στην οπτική διαφορετικού χαρακτήρα μέσα στην ιστορία.
Όσο κι αν ( ενδεχομένως) μας παρηγορούν, τα παραμύθια είναι σκληρά, διότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι σκληρή – ή φανταστήκατε ότι τυχαία ο Άδης λέγεται και Πλούτος; Αν δεν είναι όμως σκληρά, συχνά είναι και λίγο αδιάφορα. Τουλάχιστον, έτσι βρίσκω εγώ…
Όλο τον Φεβρουάριο, Έναρξη στις 21:00 – Αφήγηση Παραμυθιών στρο Καφενείο (Καφενείο “European Village”, Μναστηρίου 140, Ακαδημία Πλάτωνος – πατήστε το link για αναλυτικό πρόγραμμα).
Αυτά τα ολίγα προς το παρόν και δεδομένου του Τριωδίου (το οποίο άνοιξε για μας η Ανθή Θάνου στην αποφοίτηση με μια ιστορία γεμάτη… μπαχάρια), σύντομα υποθέτω περισσότερα (edit: όπως είδατε, η λίστα ήδη μεγάλωσε μέσα σε μια εβδομάδα και έπεται συνέχεια). Όπως πάντα, αν κάτι μου διαφεύγει, αν κάτι περέλειψα, ένα comment και όλα θα τα διορθώσουμε.
Καλημέρα σας και κατ’ αρχήν, να σας ευχηθώ καλή χρονιά – ειδικότερα, καλύτερη από την προηγούμενη. Μπορεί η αλλαγή να σας βρήκε καλά, μπορεί όχι τόσο καλά, μπορεί… απολύτως συνηθισμένα, παρόλο που ο κόσμος νοιώθει γενικά την ανάγκη είτε να βρίσκεται στριμωμγμένος σε κάποιον εορτασμό, είτε να κάνει κάτι που θα σηματοδοτήσει πώς θα είναι η υπόλοιπη χρονιά του – “όπως σε βρει ο χρόνος, έτσι θα τον περάσεις”.
* ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί εκτεταμένη έκθεση σκέψεων – όποιος δεν ενδιαφέρεται, πάει στο τέλος του κειμένου όπου βρίσκεται το Παραμυθόγραμμα *
Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν ότι δεν είμαι ιδιαίτερα δεισιδαίμων (παρόλο που η ευρύτερη ανασφάλεια των τελευταίων χρόνων το έχει αλλάξει αυτό σε έναν μικρό, σχετικά ασήμαντο βαθμό). Ωστόσο, φέτος βρέθηκα κατά σύμπτωση να περιμένω την αλλαγή μόνος στο σπίτι, οπότε βάλθηκα να μεταφράζω μισή ώρα πριν την αλλαγή, μέχρι μισή ώρα μετά, μπας και πείσω τον εαυτό μου να είναι λίγο πιο συνεπής με τις προθεσμίες της δουλειάς. Η αυθυποβολή κάνει θαύματα.
Τις τελευταίες μέρες έχω βρεθεί με αρκετούς φίλους και έχω κάνει αρκετές συζητήσεις που δεν συνηθίζω (πολιτικά στις 5:00 η ώρα το πρωί, για παράδειγμα). Ακούω αντικρουόμενες γνώμες, βλέπω φοβερή σύγχυση, βαθιά οργή, αλλόκοτη αισιοδοξία και απαισιοδοξία, εσωτερική, εξωτερική, σε κάθε δυνατό συνδυασμό. Από την άλλη, ειδικα στις γιορτές βλέπω όλη αυτή την ευχολογία και πάρα πολύ συχνά είναι σαφές ότι οι ευχές είναι αυτοαναφορικές, ακόμα και όταν απευθύνονται σε άλλους, ή τόσο γενικές που υποδηλώνουν την ελπίδα για μια “θεϊκή” (αντικαταστήστε με ό,τι προτιμάτε εδώ) παρέμβαση στα πάμπολλα προβλήματα που μας κατακλύζουν.
Όλα αυτά τα κατανοώ και πολύ συχνά συμμετέχω σε αυτά, καθαρά διότι δεν θεωρώ ότι οι προσωπικές μου αντιλήψεις οφείλουν να τινάζονται στη μούρη του καθενός, στο όνομα κάποιας εσωτερικής εντιμότητας. Οι κοινωνικές συμβάσεις, που είτε κυριαρχούν, είτε δαιμονοποιούνται απόλυτα (συχνά δε, και τα δύο ταυτόχρονα), είναι η μοναδική λειτουργική μας ψευδαίσθηση ότι κάπως διαφέρουμε από τα υπόλοιπα ζώα. Προσωπικά δεν πιστεύω στην εγγενή καλοσύνη ή κακία των ανθρώπων. Όπως για όλα τα ζώα, οι βασικές κινητήριες δυνάμεις του ανθρώπου είναι η επιβίωση και η αναπαραγωγή. Όλα τα υπόλοιπα, καλά ή άσχημα, είναι τεχνητά κατασκευάσματα – το ότι ζούμε σε σπηλιές με θέρμανση και τρεχούμενο νερό, δεν σημαίνει ότι δεν παραμένουν σπηλιές ή ότι δεν παραμένουμε φυλές (και εννοώ σε μικροκλίμακα, όχι τον ανθρωπολογικό διαχωρισμό σε Καυκάσιους, Ασιάτες κλπ.).
Κατά συνέπεια και δεδομένου του πόσο λίγο χρόνο βρισκόμαστε πάνω σε αυτόν τον μικρό πλανήτη σαν είδος, είναι παράδοξο να μιλάει κανείς για “εξέλιξη”, πρόοδο” και άλλες τέτοιες χαριτωμένες λέξεις. Η ζωή στη Γη έχει ηλικία 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια. Η εμφάνιση του “ανατομικά σύγχρονου ανθρώπου” χρονολογείται πριν από 200 χιλιάδες χρόνια. Ο χρόνος μας επί Γης αντισχτοιχεί σε 55 εκατομμυριοστά της ηλικίας των πρώτων ζωντανών οργανισμών – είναι αδύνατο να αντιληφθούμε εμπειρικά την ουσία της εξέλιξης στα ανθρώπινα πλαίσια, τη στιγμή που κάθε εξελικτικό ορόσημο απέχει τουλάχιστον μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια από το άλλο.
Στην γήινη – ούτε καν στην συμπαντική – κλίμακα των πραγμάτων, δεν είμαστε ούτε η φωτιά ενός σπίρτου – μάλλον πιο κοντά στη φευγαλέα σπίθα που πετάει το τσακμάκι ενός αναπτήρα, όταν δεν ανάβει.
Το ένα πράγμα που μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα είναι η ιστορική μνήμη, η ικανότητα μετάδοσής της, η διάθεση για αναζήτηση των χαμένων κομματιών της, οι ιστορίες μας – κατά μυστήριο τρόπο, μοιάζουμε ανίκανοι, όχι μόνο να μάθουμε από το παρελθόν, αλλά να αντιληφθούμε πόσο μικρό, πόσο κοντινό είναι αυτό το παρελθόν και πόσο ίδιο μένει. Βλέπουμε τον χώρο και τον χρόνο μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα δεκάδων, ίσως εκατοντάδων φυσαλίδων μέσα στις οποίες κινούμαστε, με πρώτη και καλύτερη εκείνη μέσα στην οποία ο ασήμαντος μικρόκοσμος του καθενός μας φαντάζει ολόκληρο Σύμπαν, με εμάς στο κέντρο του.
Δεν πειράζει. Αυτός ο λιγοστός, φευγαλέος χρόνος – σαν το τίναγμα του φτερού μιας πεταλούδας, σαν ένας φωτεινός κόκκος που σβήνει μόλις τον κλείσει την παλάμη του ο Θάνατος – είναι δικός μας. Δικός μας για να κάνουμε πράγματα που θεωρούμε σπουδαία, ή που άλλοι θεωρούν σπουδαία, δικός μας να τον σπαταλήσουμε, δικός μας να μείνουμε ακίνητοι αν θέλουμε – διότι όσο ακίνητοι κι αν μείνουμε, ο χρόνος προχωράει πάντοτε μπροστά, για όλους εμάς, για όλους όσους γνωρίζουμε, γνωρίσαμε, για όσους ακούσαμε, για όσους δεν υπήρξαν για μας ποτέ, παρά σε κάποια σελίδα, αφήγηση ή απομεινάρια φυλακισμένα στην πέτρα.
Από όσο ξέρουμε, ο χρόνος είναι γραμμικός, από το “τότε” στο “μετά” – δεν κάνει κύκλους. Η ιστορία κάνει κύκλους και η εμμονή των ανθρώπων στα ίδια μοτίβα αιτίου και αποτελέσματος είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει οποιαδήποτε βάση σε οποιαδήποτε πρόβλεψη (πέρα από τα αστρικά φαινόμενα, αλλά αυτά είναι τόσο μακριά από τη φυσαλίδα μας). Επαναλαμβάνουμε τις ίδιες κινήσεις στον ίδιο χορό, απλά δεν βλέπουμε πάντοτε την αίθουσα από την ίδια γωνία.
Πολλοί οργίζονται ή απελπίζονται από αυτό κι εγώ ό ίδιος δεν έχω αποτελέσει εξαίρεση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, όσο παράδοξο κι αν συνεχίζει να μου φαίνεται, το βρίσκω οικείο, παρήγορο, αγχολυτικό όταν νοιώθω τη φυσαλίδα μου να με πιέζει, να ασφυκτιώ – διότι όλα είναι θέμα αντίληψης και απόλυτες αλήθειες δεν υπάρχουν, οπότε η φυσαλίδα μπορεί να είναι φυλακή ή σπιτικό. Το βασικό είναι να ξέρεις ότι βρίσκεσαι μέσα της. Δεδομένου ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο, μπορεί φυσικά αυτό το μοντέλο ύπαρξης να αλλάξει, αλλά στην ανθρώπινη ιστορία δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι τώρα – ίσως να μη συμβεί ποτέ, πριν προλάβουμε να εκλείψουμε ως είδος. Θα δείξει.
Σε αυτά τα πλαίσια, η φράση “και αυτό θα περάσει” (μια από τις αγαπημένες μου στα παραμύθια) παίρνει τελείως άλλες διαστάσεις – όχι μόνο θα περάσει, αλλά θα περάσει πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Ό,τι πεις έχει ξαναειπωθεί, ότι κάνεις έχει ξαναγίνει, “όλα αυτά ξανασυνέβησαν στο παρελθόν και όλα αυτά θα ξανασυμβούν στο μέλλον”, όπως ακούγεται συχνά στο BATTLESTAR GALACTΙCA, μια από τις καλύτερες κυκλικές ιστορίες.
Φυσικά, στο GALACTICA αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο ο κύκλος να σπάσει και όπως είπα, τίποτα δεν είναι αδύνατο.
Τα τελευταία τρία χρόνια ξεκίνησα το ταξίδι μου στον κόσμο της αφήγησης, ή τουλάχιστον της σύγχρονης αναβίωσής της. Πριν από αυτό, πέρασα μια αρκετά μεγάλη περίοδο κατά την οποία προτιμούσα να κοιμάμαι παρά να είμαι ξύπνιος. Στα τελευταία τρία χρόνια αυτή η κατάσταση αποτέλεσε την έμπνευση για τον “Άνθρωπο Που Ήθελε να Πεθάνει”. Στην πραγματικότητα, είχα στα σκαριά μια άλλη ιστορία πολύ πιο κοντά σε αυτήν την κατάσταση, αλλά δεν την ολοκλήρωσα ποτέ. “Ο Άνθρωπος Που Ήθελε να Πεθάνει” ήταν κάτι σαν το prequel, ένα είδος “αιτιολογικού μύθου” για το ότι δεν μπορεί να ήμουν ο μόνος, ότι αυτή η ακραία κατάσταση έχει συμβεί και σε κάποοιν άλλο (που ξέρω ότι έχει, αλλά ο περισσότερος κόσμος δεν μιλάει για αυτά τα πράγματα, στη λογική του “think positive” και άλλες τέτοιες αηδίες).
Σε κάθε περίπτωση, τα δύο τελευταία χρόνια ένοιωθα πιο ξύπνιος από ποτέ, παρόλο που ταυτόχρονα είχα γύρω μου μια ακόμα φυσαλίδα, αυτή ονειρική, γεμάτη ιστορίες και μοιρασμένες συγκινήσεις. Τη φυσαλίδα αυτή τη φαντάζομαι πάντα σαν καράβι. Όταν μπαρκάραμε με τις συνταξιδιώτισσές μου και αφού μας έγιναν οικεία τα ξύλα, τα πανιά του και τα ξάρτια, είχαμε την αίσθηση ότι ίσως να μην έφτανε ποτέ στον μακρινό του προορισμό. Ξέραμε ότι αυτός υπήρχε, αλλά φάνταζε μια μυθική ακτή, σαν του Οδυσσέα και του Σεβάχ, ή ακόμα και την πατρίδα των Ξωτικών του Tolkien. Δεν μας πείραζε. Υπήρχαν τόσα να δούμε σ’ αυτό το ταξίδι.
Μια μέρα, ξαφνικά θαρρείς, σαν να μην είχαν περάσει δύο χρόνια, φτάσαμε. Αρχικά δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, ίσως δεν θέλαμε. Κάναμε σαν να μην ήταν εκεί η ακτή, σαν να μην ακούγαμε το κύμα να σκάει. Καθαρίσαμε το πλοίο μας, έπειτα επισκευάσαμε όποιες ζημιές μπορούσαμε να δούμε κι ύστερα όλο ψάχναμε κάτι ακόμα να κάνουμε, έναν λόγο ακόμα να μην βγούμε στη στεριά. Τελικά, οι συνταξιδιώτισσές μου άρχισαν να βγαίνουν στην ακτή – στην αρχή μία-μία κι ύστερα πολλές μαζί.
Αρχικά έμεινα πάνω στο πλοίο. Το είχα αγαπήσει αυτό το σκαρί κι ας ήξερα πως ήταν μερικές σανίδες του σαθρές, μερικές σανίδες σάπιες. Όταν η ησυχία έγινε πια εκκωφαντική, βγήκα απρόθυμα κι εγώ στην ακτή, αλλά δεν πήγα μακριά. Ξεμάκρυνα ίσα-ίσα μέχρι εκεί που έβλεπα το πανί του πλοίου να χάνεται στην ομίχλη, ίσα-ίσα μέχρι εκεί που έφταναν στ’ αυτιά μου οι φωνές ανθρώπων ή άλλων πλασμάτων που δεν έβλεπα – ακόμα δεν ξέρω. Είπα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου και για πρώτη φορά κοιμήθηκα πάλι αλλόκοτα βαθιά. Δεν είναι όπως τότε, που τα έκλεινα και κατέβαλα κάθε προσπάθεια να μείνω κοιμισμένος, βυθισμένος στη λήθη. Είδα όμως πως κάθε φορά που τα κλείνω κοιμάμαι και λίγο περισσότερο, ξυπνάω λίγο δυσκολότερα.
Σύντομα πρέπει ν’ αποφασίσω αν θα σηκωθω, να εξερευνήσω αυτή τη μακρινή ακτή, ή θα κοιμηθώ εκεί μέχρι να πετρώσω – αν θα γίνω ακόμα ένα βραχάκι για να κάθονται οι διαβάτες και να λένε τα παιδιά πως, όταν το χτυπάει το φως της αυγής, μοιάζει με άνθρωπο.
Αφήνοντάς σας με αυτές τις σκέψεις, προχωρώ στο πρώτο Παραμυθόγραμμα του 2014!
Όλο τον Ιανουάριο, Έναρξη στις 21:00 – Αφήγηση Παραμυθιών στρο Καφενείο (Καφενείο “European Village”, Μναστηρίου 140, Ακαδημία Πλάτωνος).
Αυτά προς το παρόν. Όπως πάντα, αν έχετε κάτι να προσθέσετε, δεν έχετε παρά να αφήσετε ένα comment. Παραφράζοντας κάτι που μου είπε κάποτε ένας φίλος, για τη νέα χρονιά εύχομαι “Μπύρα, το αίμα των εχθρών μας και περισσότερη μπύρα!”
Μπήκε κι ο Ιούνιος, το κρύβει όμως όσο πιο καλά μπορεί “απειλώντας” να βρέξει και βασικά τυλίγοντάς μας σε πολλή, μα πάρα πολλή υγρασί. Για κάποιο λόγο αυτό μου θυμίζει τους Έλληνες και Ευρωπαίους πολιτικούς. Χμμ… Όχι, όχι δεν θα δεχτώ να πέσω στην παγίδα να μιλήσω για πολιτική. Ας περιοριστώ σε ένα “Θάνατος!” (τι εννοείτε “σε ποιους;” – καλός πολιτικός είναι ο νεκρός πολιτικός) και πάμε παρακάτω.
Αφηγηματικά ομιλώντας, τα πράγματα πάνε εξαιρετικά: πληθώρα εκδηλώσεων είναι ήδη προγραμματισμένες καθώς μπαίνει ο μήνας κι ελπίζω να μην φάω τα λόγια μου, καθότι με το νέο μήνα κάνει ντεμπούτο το ομαδάκι που φτιάξαμε με τις συμμαθήτριές μου της Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης (τα Κλωθογυρίσματα). Περαιτέρω, η φερόμενη ως “τελευταία πριν το καλοκαίρι” συνάντηση της Λέσχης Αφήγησης “Λες”, είχε μια τόσο ευχάριστη ατμόσφαιρα (με ψύχρα, σε εξωτερικό χώρο και με θέμα τον Θάνατο – φαντάσου), ώστε τελικά φαίνεται να προγραμματίζεται άλλη μία για τις 26 ιουνίου, με θέμα τη θάλασσα. Συνεχίζονται δε οι αφηγήσεις στο ΚΕΘΕΑ ΔΙΑΒΑΣΗ και ξεκινάνε οι Κυριακάτικες Βραδιές Αφήγησης από το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών. Αυτά δε, μονο για αρχή και τώρα που γράφω.
Δυστυχώς δεν έχω κάποιο πιο ευφάνταστο σκαρίφημα να συνοδεύει αυτό το Παραμυθόγραμμα, διότι το εργασιακό τρέξιμο με έχει αποσυντονίσει και εστιάζω όση αφηγηματική φαιά ουσία μου μένει για να ετοιμαστώ για την παράστασή μας. Σας αφήνω όμως με ένα μικρό απόσπασμα από κάτι που μου ήρθε όταν πήγα να ακούσω τα Αφρικανικά Παραμύθια της Μανού, στο “Salta Conmigo”:
Όταν λοιπόν οι Νεράιδες της Δύσης ξαναρώτησαν τη Χιρούντο γιατί ήταν το δέρμα και τα φτερά της μαύρα, ενώ τα μάτια και τα δόντια της στο σκοτάδι έλαμπαν λευκά, εκείνη θυμήθηκε τα λόγια του Σάκα Μπατούν:
“Είναι το δέρμα και τα φτερά μου μαύρα γιατί σαν γεννήθηκα, ο Ήλιος χαμογέλασε και μ’ έκαψε το φως του. Λάμπουν τα μάτια και τα δόντια μου, γιατί τώρα το χαμόγελό του φωτίζει από μέσα μου”.
Καλωσήλθατε αγαπητοί... αναγνώστες, αναζητητές, περαστικοί; Δεν έχει σημασία: είστε όλοι ευπρόσδεκτοι. Ανά τα χρόνια έχω γίνει αποδέκτης ή έχω οικειοποιηθεί ποικίλα προσωνύμια και παρατσούκλια, περισσότερο ή (συνήθως) λιγότερο κολακευτικά, τα οποία στην εποχή του internet έχουν μετεξελιχθεί σε αυτό που λέμε nicknames. Όσο κι αν αυτή η γλαφυρή ανωνυμία έχει τη γοητεία ή τη χρήση της, σε έναν χώρο όπως η Ελλάδα μερικές φορές είναι σημαντικότερο να βλέπει κανείς τι κρύβεται πίσω από τις μάσκες.