Χαίρετισμούς στην ομήγυρη! (Είναι κανείς εδώ; Hellooo… anyone?). Όπως συνήθως πια, το post αυτό έρχεται άγαραμπα και καθυστερημένα, εν μέσω πολλών εργασιών, προβληματισμών κι όχι αναγκαστικά της καλύτερης διάθεσης – από την άλλη, όχι και της χειρότερης, αλλά τραβάει πολύ η παραμονή στη γη των Λαιστρυγόνων (όπου έχει πάνοτε λυκόφως, όπως θα ‘λεγε και κάποιος καμμένος ή καμμένη με τον Όμηρο).
Αν ακούγομαι λίγο πιο ελαφρύς απ’ ότι στο προηγούμενο Παραμθόγραμμα, είναι διότι τελείωσα ήδη τη μετάφραση ενός βιβλίου (τον άλλο μήνα έχω να παραδώσω άλλο ένα, άσχετο αυτό), ένα project για το οποίο έχω αναγκαστεί να μείνω σιωπηλός, πολύ καιρό τώρα, πλησιάζει στο επόμενο στάδιό του, οπότε θα μπορέσει και ν’ ανακοινωθεί επίσημα (οπότε θα έρθει ο άγχος και ο πανικός για το μεθεπόμενο στάδιο και ούτω καθεξής) και δυο άλλα project σε συνεργασία με τη Βάλια Καπάδαη δείχνουν να έχουν πάρει καλό δρόμο (fingers and beard braids crossed). Το BOTCH! μπορεί να βρίσκεται ακόμη σε διάλειμμα, όμως η Μαρία Κουλουμπαρίτση έχει ήδη στα χέρια της τα επόμενα σενάρια και λογικά θα επανέλθουμε στις 16 Σεπτεμβρίου. (Ακούς ρε; Ζωγράφιζε!).
Έτσι, εδεικτικά σε σχέση με τα παραπάνω, σας παραθέτω ένα character design της Βάλιας, δίχως να πω τίποτα περισσσότερο απ’ ότι στο αντίστοιχο post στο Facebook. Σε περίπτωση που δεν είναι σαφές, έχει να κάνει με τη μυθολογια – την πραγματική μυθολογία και όχι τη νερωμένη, άγευστη κι ανέραστη εκδοχή που έχει γίνει η νόρμα.
Ποια είναι η αυτή η γλαυκώπις κόρη και ποιος το χέρι του της τείνει; Γλαυκώπις – στην Αθηνά πάει ο νους σας μεν, αλλά…
Όσο για τα υπόλοιπα, όσα μας κάνουν, όσα συμβαίνουν γύρω μας κι όσα ψέματα ξερνάνε οι διάφοροι που βλέπουν τα μικρόφωνα ως ατνικείμενα στοματικού πόθου, έχω να πω μόνο πως οι όποιες ειδήσεις, σχεδόν καθημερινά μακραίνουν τη λίστα των ανθρώπων που θέλω να σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, ή έστω να τους δω με τα σπλάχνα χυμένα στο δρόμο, σαν πατημένα ζώα – η μόνη διαφορά είναι πως τα ζώα τα θάβω και στην περίπτωση, ο οδηγός θα έχει κάνει ευσυνείδητο φονικό.
Όχι, όχι δεν θα μπούμε άλλο σ’ αυτά. Εδώ έρχεστε για να ενημερωθείτε για αφηγήσεις κι όχι για να σας χαλάω το συκώτι. Ως εκ τούτου…
Είμαι σίγουρος πως δεν είναι μόνο αυτά και ξέω πως κάποια άλλα έχουν ήδη περάσει. Για το πρώτο, όπως πάντα ενημερώστε με αν ξέρετε κάτι. Για το δεύτερο, λυπάμαι…
Πολύ καλημέρα σας, όποιοι, όποιες, όπου κι αν είστε. Με τα διάφορα στενάχωρα, ταξιδιωτικά και δημιουργικά, το Παραμυθόγραμμα του Ιουνίου “το’ φαε” το ερπετό, όπως ο Κρόνος τα παιδιά του και ο Δίας τη Μήτη (μην αρχίσουμε τα ορθογραφικά αστεία – είναι υπερβολικά έυκολο). Ωστόσο δεν το βάζω κάτω και σήμερα σας έρχομαι με μια ποικιλία από αφηγηματικά μπιχλιμπίδια, ορισμένα εκ των οποίων συνέλλεξα στο Leskovac της Σερβίας.
Στη Σερβία ταξιδέψαμε για να συμμετάσχουμε στο 16o Balkanska Smotra Mladih Strip Autora (για ευκολία, ας πούμε 16ο Βαλκανικό Φεστιβάλ Νέων Εικονογράφων). Ωστόσο, ενδιαμέσως, περί και μετά το φεστιβάλ, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε πολλές και ποικίλες συζητήσεις με τους διοργανωτές και συμμετέχοντες, πράγμα που (σχεδόν μαθηματικά) οδήγησε στην ανταλλαγή ιστοριών, παραδόσεων, μύθων και λεκτικών αξιοπερίεργων.
Ένα από τα πιο δημοφιλή comic της Σερβίας, αν όχι το πιο δημοφιλές, ονομάζεται VEKOVNICI, που όπως μάθαμε την τελευταία ημέρα του ταξιδιού μας, χοντρικά μεταφράζεται ως “Ιστορίες Μέσα στους Αιώνες”. Πρωταγωνιστής είναι ο λαϊκός ήρωας της Σερβίας, Marko Kraljevic, καθώς και άλλοι χαρακτήρες, θνητοί και αθάνατοι, στην πλειοψηφία τους προερχόμενοι από την πένα του Marko Stojanovic, διοργανωτή του φεστιβάλ. Μετά από μια εβδομάδα συνεχούς κουβέντας, χιούμορ και σκίτσων γύρω από το VEKOVNICI, αποφάσισα να ψάξω για τον συγκεκριμένο λαϊκό ήρωα και ανακάλυψα ότι όχι μόνο υπήρξε ιστορικό πρόσωπο του 14ου αιώνα, αλλά και χαρακτήρας που αναδείχθηκε σε θρύλο με δικούς του επικούς ποιητικούς κύκλους, τραγούδια και ιστορίες που φέρνουν στον νου τον Διγενή Ακρίτα, τον Ανδρόνικο, τους γιους του, καθώς και τους φημισμένους “μάυρους” τους, τα υπερφυσικά άλογα που τους συντρόφευαν στις επικές μάχες των δημοτικών τραγουδιών.
Σύμφωνα με τους θρύλους, ο Marko Kraljevic έζησε 300 χρόνια και υπήρξε σύντροφος άλλων Σλάβων, ιστορικών και ημι-ιστορικών λαϊκών ηρώων, όπως ο Milos Obilic (που φέρεται να δολοφόνησε τον Μουράτ Α’), ο Hrelja, ο Δρακων Vuk (αρχηγός της Μάυρης Στρατιάς) και ο Janos της Hunedoara. Μάλιστα οι συνθήκες γέννησής του θυμίζουν τα λαϊκά παραμύθια με το μαντήλι / το πέπλο / τα φτερά της νεράιδας και ο θάνατός του, πράγματα από τον Ινδό Bhishma μέχρι τη γοργόνα, την αδελφή του Αλέξανδρου. Φυσικά, κεντρικό ρόλο πάλι παίζει το νερό.
Έγιναν φυσικά κουβέντες για σέρβικους βρικόλακες, επίσης πολύ όμοιους με τα βρυκολακιάσματα που έχει καταγράψει ο Πολίτης από νησιά όπως η Σαντορίνη, αλλά το αποκορύφωμα ήταν μια πιο απλή ιστορία, την οποία άκουσα για δεύτερη φορά κάποιον να λέει για κοντινό ή πιο μακρινό του πρόγονο…
Πέρσι, αν θυμάμαι καλά, άκουσα τον Σπύρο Καλτικόπουλο να λέει μια ιστορία “για τον μπάρμπα του” (χωρίς να είμαι σίγουρος για την ακριβή συγγένεια), ο οποίος ταξιδεύοντας βράδυ στην Εύβοια με το κάρο, από το ένα χωριό στο άλλο, βρήκε στον δρόμο ένα κατσικάκι που ειρήσθω εν παρόδω μεταμορφώθηκε στον Οξαποδώ. Ο Marko Stojanovic μου είπε σχεδόν την ίδια ιστορία (με λίγο διαφορετική εξέλιξη) για κάποιον προπάππου του που ταξίδευε με το κάρο βράδυ και βρήκε στον δρόμο ένα αρνάκι, το οποίο επαναλάμβανε τα λόγια που μουρμούραγε ο χωρικός καθώς το χάιδευε – όπως ακριβώς και το κατσίκι της ελληνικής ιστορίας. Βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν έφτασε το πρωί, ο Σέρβος της ιστορίας απλά βρέθηκε σε ένα τελείως άλλο μέρος από αυτό που πήγαινε.
Είναι ένα θέμα να λέμε πως οι λαοί, ειδικά ο κοντινοί λαοί, μοιράζοντραι ιστορίες και μοτίβα κι ένα τελείως άλλο θέμα να ακούς σχεδόν την ίδια “οικογενειακή ιστορία” από δύο τελείως άγνωστους και διαφορετικούς ανθρώπους, σε δύο διαφορετικές χώρες.
Με αυτά τα δειγματικά, πλην όχι και τόσο ολίγα θα σας αφήσω, προχωρώντας ευθύς στην πολυπόθητη λίστα…
Κυριακή, 06/07, Έναρξη στις 21:30 – Αφήγηση: Από το Παραμύθι στο Comic (Φεστιβάλ “Με Πενάκι και Σκαπάνη”, Κτήριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Ερμού 134, Θησείο).
Χμμ… τώρα συνειδητοποίησα πως μόνο αυτά βρίσκω σε μια πρώτη φάση. Σε κάθε περίπτωση, μόλις υπάρξουν κι άλλα θα προστεθούν κι αν μου διαφεύγει κάτι, όπως πάντα ένα comment θα λύσει το πρόβλημα.
Καλό μήνα σε όλους κι ελπίζω να σας… μπήκε καλύτερα από ότι σε εμένα, ακθότι τις τελευταίες 2-3 μέρες παρακολουθώ ακόμα μια γάτα να αργοπεθαίνει (από ξαφνική κατάπτωση και γηρατεία, apparently) καθώς οι ζωόφιλες του σπιτιού κάνουν διάφορες μάταιες απόπειρες να παρατείνουν την, κατά τα φαινόμενα, λιγοστή ζωή που της απομένει. Εδώ και χρόνια πιστεύω πως η ενεργή ζωοφιλία είναι ένα είδος μη καταγεγραμμένου μαζοχισμού, αλλά και το να ζεις με ζωόφιλους δεν πάει πίσω. Ευχάριστα ξεκίνησα πάλι…
Τέλος πάντων, στα δι ημάς επικρατεί μια σχετική ησυχία καθώς πολλά μαγειρεύονται που (ελπίζει κανείς) μεσοπρόθεσμα (για να χρησιμοποιήσω και πολιτική ορολογία) θα έχουν από ενδιαφέροντα μέχρι θεαματικά αποτελέσματα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να μιλήσω ακόμα για τίποτε από αυτά. Α, μπορώ όμως να παραθέσω μια εικόνα που ήδη έχει κάνει έναν γύρο στο FB, για ένα project που δουλεύουμε μαζί με τη Βάλια Καπάδαη.
Φοβάμαι πως βρίσκομαι στην μάλλον αμήχανη θέση να μην έχω πάλι τίποτε φοβερά εύγλωττο να γράψω, καθότι η ρημάδα η έμπνευση είναι κι αυτή με τα φεγγάρια της. Κατά τα άλλα, σε 2 ημέρες από αυτήν που γράφεται το παρόν θα έχω κλείσει τα 32 μου έτη. Ομολογώ πως δεν νοιώθω ούτε ιδιαίτερα καλά, ούτε ιδιαίτερα άσχημα γι’ αυτό. Μερικές φορές, άλλη μια χαρακιά πάνω στο ξύλο είναι απλώς άλλη μια χαρακιά πάνω στο ξύλο.
Πριν προχωρήσω στη λίστα, σας αφήνω με κάτι που μοιάζει ειδικώς φτιαγμένο για να μας πάρουν όλους τα ζουμιά.
Σάββατο, 03/05, Έναρξη στις 12:00 – “Θρύλοι και Ξωτικά του Αιγαίου” (Βιβλιοπωλείο “Ευριπίδης”, Λεωφ. Κηφισίας 310 , Κηφισιά).
Σκέφτομαι κάτι να γράψω εν είδει εισαγωγής και δεν μου έρχεται τίποτα. Αυτά που έχω στο μυαλό μου είτε θέλουν το δικό τους κείμενο, είτε τα έχω ήδη γράψει, όπως το κείμενο για την τελετή αποφοίτησής μας από τη Σχολή Αφηγηματικής Τέχνης.
Διάβασα ένα ενδιαφέρον κείμενο της Μαρίας Παπανικολάου στην Αχελώνα, σχετικά με την επιλογή και την “αναμέτρηση” με το Μαγικό Παραμύθι, το οποίο αποτέλεσε αρχή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στη σελίδα του Storytelling.GR, για όσους τα παρακολουθείτε μέσω FB. Είναι θέμα που, όπως τα περισσότερα που έχουν πραγματική σημασία, δεν έχει τελική απάντηση, ή τουλάχιστον έχει συνήθως τόσες απαντήσεις όσους και διαλεγόμενους.
Η άποψή μου είναι ότι το Μαγικό Παραμύθι (ως τύπος, σε μια κατηγοροποίηση που διαχωρίζει μεταξύ Ιστοριών Σοφίας, Ευτράπελων, Μύθων Ζώων κλπ.) είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί ως αμιγής οντότητα, διότι εσωκλείει πάρα πολλά μοτίβα και υποείδη και φυσικά μεταλλάσσεται με το πέρας του χρόνου, με τη γεωγραφική μετατόπιση και φυσικά στα χέρια του εκάστοτε αφηγητή. Αν μιλάμε για το υλικό προέλευσης, μια τυπικά δόκιμη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι, βασικά, όλα τα Μαγικά Παραμύθια πηγάζουν από το Έπος του Γκίλγκαμες και τους κοσμολογικούς μύθους των Ακκάδων και Σουμερίων, τα οποία περιλαμβάνουν στα διάφορα επεισόδιά τους όλα ή σχεδόν όλα τα γνωστά παραμυθιακά μοτίβα.
Υπάρχουν ιστορίες που είναι “ασήκωτες”; Φυσικά. Τόσες όσοι και άνθρωποι, ανάλογα ποιος λέει και ποιος ακούει, αλλά “κατ’ απόλυτη τιμή” ασήκωτες; Δεν νομίζω. Σε μια δική μου ιστορία (την οποία είμαι σίγουρος ότι, στην ουσία της, έχουν πει και ακόμα περισσότερο, βιώσει αμέτρητοι άνθρωποι πριν από εμένα) είχα χαρακτηριστικά τις εξής δύο αντιδράσεις: “Αχ, καταλαβαίνω ακριβώς τι θες να πεις” και “Μωρέ μου άρεσε, αλλά… αλλά, νοιώθω ένα σφίξιμο – ένοιωσα ότι δεν υπήρχε λύτρωση”. Φυσικά είχαν κι οι δύο δίκιο, διότι ο καθένας έβλεπε και ενστερνιζόταν στην οπτική διαφορετικού χαρακτήρα μέσα στην ιστορία.
Όσο κι αν ( ενδεχομένως) μας παρηγορούν, τα παραμύθια είναι σκληρά, διότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι σκληρή – ή φανταστήκατε ότι τυχαία ο Άδης λέγεται και Πλούτος; Αν δεν είναι όμως σκληρά, συχνά είναι και λίγο αδιάφορα. Τουλάχιστον, έτσι βρίσκω εγώ…
Όλο τον Φεβρουάριο, Έναρξη στις 21:00 – Αφήγηση Παραμυθιών στρο Καφενείο (Καφενείο “European Village”, Μναστηρίου 140, Ακαδημία Πλάτωνος – πατήστε το link για αναλυτικό πρόγραμμα).
Αυτά τα ολίγα προς το παρόν και δεδομένου του Τριωδίου (το οποίο άνοιξε για μας η Ανθή Θάνου στην αποφοίτηση με μια ιστορία γεμάτη… μπαχάρια), σύντομα υποθέτω περισσότερα (edit: όπως είδατε, η λίστα ήδη μεγάλωσε μέσα σε μια εβδομάδα και έπεται συνέχεια). Όπως πάντα, αν κάτι μου διαφεύγει, αν κάτι περέλειψα, ένα comment και όλα θα τα διορθώσουμε.
Καλημέρα σας και κατ’ αρχήν, να σας ευχηθώ καλή χρονιά – ειδικότερα, καλύτερη από την προηγούμενη. Μπορεί η αλλαγή να σας βρήκε καλά, μπορεί όχι τόσο καλά, μπορεί… απολύτως συνηθισμένα, παρόλο που ο κόσμος νοιώθει γενικά την ανάγκη είτε να βρίσκεται στριμωμγμένος σε κάποιον εορτασμό, είτε να κάνει κάτι που θα σηματοδοτήσει πώς θα είναι η υπόλοιπη χρονιά του – “όπως σε βρει ο χρόνος, έτσι θα τον περάσεις”.
* ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί εκτεταμένη έκθεση σκέψεων – όποιος δεν ενδιαφέρεται, πάει στο τέλος του κειμένου όπου βρίσκεται το Παραμυθόγραμμα *
Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν ότι δεν είμαι ιδιαίτερα δεισιδαίμων (παρόλο που η ευρύτερη ανασφάλεια των τελευταίων χρόνων το έχει αλλάξει αυτό σε έναν μικρό, σχετικά ασήμαντο βαθμό). Ωστόσο, φέτος βρέθηκα κατά σύμπτωση να περιμένω την αλλαγή μόνος στο σπίτι, οπότε βάλθηκα να μεταφράζω μισή ώρα πριν την αλλαγή, μέχρι μισή ώρα μετά, μπας και πείσω τον εαυτό μου να είναι λίγο πιο συνεπής με τις προθεσμίες της δουλειάς. Η αυθυποβολή κάνει θαύματα.
Τις τελευταίες μέρες έχω βρεθεί με αρκετούς φίλους και έχω κάνει αρκετές συζητήσεις που δεν συνηθίζω (πολιτικά στις 5:00 η ώρα το πρωί, για παράδειγμα). Ακούω αντικρουόμενες γνώμες, βλέπω φοβερή σύγχυση, βαθιά οργή, αλλόκοτη αισιοδοξία και απαισιοδοξία, εσωτερική, εξωτερική, σε κάθε δυνατό συνδυασμό. Από την άλλη, ειδικα στις γιορτές βλέπω όλη αυτή την ευχολογία και πάρα πολύ συχνά είναι σαφές ότι οι ευχές είναι αυτοαναφορικές, ακόμα και όταν απευθύνονται σε άλλους, ή τόσο γενικές που υποδηλώνουν την ελπίδα για μια “θεϊκή” (αντικαταστήστε με ό,τι προτιμάτε εδώ) παρέμβαση στα πάμπολλα προβλήματα που μας κατακλύζουν.
Όλα αυτά τα κατανοώ και πολύ συχνά συμμετέχω σε αυτά, καθαρά διότι δεν θεωρώ ότι οι προσωπικές μου αντιλήψεις οφείλουν να τινάζονται στη μούρη του καθενός, στο όνομα κάποιας εσωτερικής εντιμότητας. Οι κοινωνικές συμβάσεις, που είτε κυριαρχούν, είτε δαιμονοποιούνται απόλυτα (συχνά δε, και τα δύο ταυτόχρονα), είναι η μοναδική λειτουργική μας ψευδαίσθηση ότι κάπως διαφέρουμε από τα υπόλοιπα ζώα. Προσωπικά δεν πιστεύω στην εγγενή καλοσύνη ή κακία των ανθρώπων. Όπως για όλα τα ζώα, οι βασικές κινητήριες δυνάμεις του ανθρώπου είναι η επιβίωση και η αναπαραγωγή. Όλα τα υπόλοιπα, καλά ή άσχημα, είναι τεχνητά κατασκευάσματα – το ότι ζούμε σε σπηλιές με θέρμανση και τρεχούμενο νερό, δεν σημαίνει ότι δεν παραμένουν σπηλιές ή ότι δεν παραμένουμε φυλές (και εννοώ σε μικροκλίμακα, όχι τον ανθρωπολογικό διαχωρισμό σε Καυκάσιους, Ασιάτες κλπ.).
Κατά συνέπεια και δεδομένου του πόσο λίγο χρόνο βρισκόμαστε πάνω σε αυτόν τον μικρό πλανήτη σαν είδος, είναι παράδοξο να μιλάει κανείς για “εξέλιξη”, πρόοδο” και άλλες τέτοιες χαριτωμένες λέξεις. Η ζωή στη Γη έχει ηλικία 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια. Η εμφάνιση του “ανατομικά σύγχρονου ανθρώπου” χρονολογείται πριν από 200 χιλιάδες χρόνια. Ο χρόνος μας επί Γης αντισχτοιχεί σε 55 εκατομμυριοστά της ηλικίας των πρώτων ζωντανών οργανισμών – είναι αδύνατο να αντιληφθούμε εμπειρικά την ουσία της εξέλιξης στα ανθρώπινα πλαίσια, τη στιγμή που κάθε εξελικτικό ορόσημο απέχει τουλάχιστον μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια από το άλλο.
Στην γήινη – ούτε καν στην συμπαντική – κλίμακα των πραγμάτων, δεν είμαστε ούτε η φωτιά ενός σπίρτου – μάλλον πιο κοντά στη φευγαλέα σπίθα που πετάει το τσακμάκι ενός αναπτήρα, όταν δεν ανάβει.
Το ένα πράγμα που μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα είναι η ιστορική μνήμη, η ικανότητα μετάδοσής της, η διάθεση για αναζήτηση των χαμένων κομματιών της, οι ιστορίες μας – κατά μυστήριο τρόπο, μοιάζουμε ανίκανοι, όχι μόνο να μάθουμε από το παρελθόν, αλλά να αντιληφθούμε πόσο μικρό, πόσο κοντινό είναι αυτό το παρελθόν και πόσο ίδιο μένει. Βλέπουμε τον χώρο και τον χρόνο μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα δεκάδων, ίσως εκατοντάδων φυσαλίδων μέσα στις οποίες κινούμαστε, με πρώτη και καλύτερη εκείνη μέσα στην οποία ο ασήμαντος μικρόκοσμος του καθενός μας φαντάζει ολόκληρο Σύμπαν, με εμάς στο κέντρο του.
Δεν πειράζει. Αυτός ο λιγοστός, φευγαλέος χρόνος – σαν το τίναγμα του φτερού μιας πεταλούδας, σαν ένας φωτεινός κόκκος που σβήνει μόλις τον κλείσει την παλάμη του ο Θάνατος – είναι δικός μας. Δικός μας για να κάνουμε πράγματα που θεωρούμε σπουδαία, ή που άλλοι θεωρούν σπουδαία, δικός μας να τον σπαταλήσουμε, δικός μας να μείνουμε ακίνητοι αν θέλουμε – διότι όσο ακίνητοι κι αν μείνουμε, ο χρόνος προχωράει πάντοτε μπροστά, για όλους εμάς, για όλους όσους γνωρίζουμε, γνωρίσαμε, για όσους ακούσαμε, για όσους δεν υπήρξαν για μας ποτέ, παρά σε κάποια σελίδα, αφήγηση ή απομεινάρια φυλακισμένα στην πέτρα.
Από όσο ξέρουμε, ο χρόνος είναι γραμμικός, από το “τότε” στο “μετά” – δεν κάνει κύκλους. Η ιστορία κάνει κύκλους και η εμμονή των ανθρώπων στα ίδια μοτίβα αιτίου και αποτελέσματος είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει οποιαδήποτε βάση σε οποιαδήποτε πρόβλεψη (πέρα από τα αστρικά φαινόμενα, αλλά αυτά είναι τόσο μακριά από τη φυσαλίδα μας). Επαναλαμβάνουμε τις ίδιες κινήσεις στον ίδιο χορό, απλά δεν βλέπουμε πάντοτε την αίθουσα από την ίδια γωνία.
Πολλοί οργίζονται ή απελπίζονται από αυτό κι εγώ ό ίδιος δεν έχω αποτελέσει εξαίρεση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, όσο παράδοξο κι αν συνεχίζει να μου φαίνεται, το βρίσκω οικείο, παρήγορο, αγχολυτικό όταν νοιώθω τη φυσαλίδα μου να με πιέζει, να ασφυκτιώ – διότι όλα είναι θέμα αντίληψης και απόλυτες αλήθειες δεν υπάρχουν, οπότε η φυσαλίδα μπορεί να είναι φυλακή ή σπιτικό. Το βασικό είναι να ξέρεις ότι βρίσκεσαι μέσα της. Δεδομένου ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο, μπορεί φυσικά αυτό το μοντέλο ύπαρξης να αλλάξει, αλλά στην ανθρώπινη ιστορία δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι τώρα – ίσως να μη συμβεί ποτέ, πριν προλάβουμε να εκλείψουμε ως είδος. Θα δείξει.
Σε αυτά τα πλαίσια, η φράση “και αυτό θα περάσει” (μια από τις αγαπημένες μου στα παραμύθια) παίρνει τελείως άλλες διαστάσεις – όχι μόνο θα περάσει, αλλά θα περάσει πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Ό,τι πεις έχει ξαναειπωθεί, ότι κάνεις έχει ξαναγίνει, “όλα αυτά ξανασυνέβησαν στο παρελθόν και όλα αυτά θα ξανασυμβούν στο μέλλον”, όπως ακούγεται συχνά στο BATTLESTAR GALACTΙCA, μια από τις καλύτερες κυκλικές ιστορίες.
Φυσικά, στο GALACTICA αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο ο κύκλος να σπάσει και όπως είπα, τίποτα δεν είναι αδύνατο.
Τα τελευταία τρία χρόνια ξεκίνησα το ταξίδι μου στον κόσμο της αφήγησης, ή τουλάχιστον της σύγχρονης αναβίωσής της. Πριν από αυτό, πέρασα μια αρκετά μεγάλη περίοδο κατά την οποία προτιμούσα να κοιμάμαι παρά να είμαι ξύπνιος. Στα τελευταία τρία χρόνια αυτή η κατάσταση αποτέλεσε την έμπνευση για τον “Άνθρωπο Που Ήθελε να Πεθάνει”. Στην πραγματικότητα, είχα στα σκαριά μια άλλη ιστορία πολύ πιο κοντά σε αυτήν την κατάσταση, αλλά δεν την ολοκλήρωσα ποτέ. “Ο Άνθρωπος Που Ήθελε να Πεθάνει” ήταν κάτι σαν το prequel, ένα είδος “αιτιολογικού μύθου” για το ότι δεν μπορεί να ήμουν ο μόνος, ότι αυτή η ακραία κατάσταση έχει συμβεί και σε κάποοιν άλλο (που ξέρω ότι έχει, αλλά ο περισσότερος κόσμος δεν μιλάει για αυτά τα πράγματα, στη λογική του “think positive” και άλλες τέτοιες αηδίες).
Σε κάθε περίπτωση, τα δύο τελευταία χρόνια ένοιωθα πιο ξύπνιος από ποτέ, παρόλο που ταυτόχρονα είχα γύρω μου μια ακόμα φυσαλίδα, αυτή ονειρική, γεμάτη ιστορίες και μοιρασμένες συγκινήσεις. Τη φυσαλίδα αυτή τη φαντάζομαι πάντα σαν καράβι. Όταν μπαρκάραμε με τις συνταξιδιώτισσές μου και αφού μας έγιναν οικεία τα ξύλα, τα πανιά του και τα ξάρτια, είχαμε την αίσθηση ότι ίσως να μην έφτανε ποτέ στον μακρινό του προορισμό. Ξέραμε ότι αυτός υπήρχε, αλλά φάνταζε μια μυθική ακτή, σαν του Οδυσσέα και του Σεβάχ, ή ακόμα και την πατρίδα των Ξωτικών του Tolkien. Δεν μας πείραζε. Υπήρχαν τόσα να δούμε σ’ αυτό το ταξίδι.
Μια μέρα, ξαφνικά θαρρείς, σαν να μην είχαν περάσει δύο χρόνια, φτάσαμε. Αρχικά δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, ίσως δεν θέλαμε. Κάναμε σαν να μην ήταν εκεί η ακτή, σαν να μην ακούγαμε το κύμα να σκάει. Καθαρίσαμε το πλοίο μας, έπειτα επισκευάσαμε όποιες ζημιές μπορούσαμε να δούμε κι ύστερα όλο ψάχναμε κάτι ακόμα να κάνουμε, έναν λόγο ακόμα να μην βγούμε στη στεριά. Τελικά, οι συνταξιδιώτισσές μου άρχισαν να βγαίνουν στην ακτή – στην αρχή μία-μία κι ύστερα πολλές μαζί.
Αρχικά έμεινα πάνω στο πλοίο. Το είχα αγαπήσει αυτό το σκαρί κι ας ήξερα πως ήταν μερικές σανίδες του σαθρές, μερικές σανίδες σάπιες. Όταν η ησυχία έγινε πια εκκωφαντική, βγήκα απρόθυμα κι εγώ στην ακτή, αλλά δεν πήγα μακριά. Ξεμάκρυνα ίσα-ίσα μέχρι εκεί που έβλεπα το πανί του πλοίου να χάνεται στην ομίχλη, ίσα-ίσα μέχρι εκεί που έφταναν στ’ αυτιά μου οι φωνές ανθρώπων ή άλλων πλασμάτων που δεν έβλεπα – ακόμα δεν ξέρω. Είπα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου και για πρώτη φορά κοιμήθηκα πάλι αλλόκοτα βαθιά. Δεν είναι όπως τότε, που τα έκλεινα και κατέβαλα κάθε προσπάθεια να μείνω κοιμισμένος, βυθισμένος στη λήθη. Είδα όμως πως κάθε φορά που τα κλείνω κοιμάμαι και λίγο περισσότερο, ξυπνάω λίγο δυσκολότερα.
Σύντομα πρέπει ν’ αποφασίσω αν θα σηκωθω, να εξερευνήσω αυτή τη μακρινή ακτή, ή θα κοιμηθώ εκεί μέχρι να πετρώσω – αν θα γίνω ακόμα ένα βραχάκι για να κάθονται οι διαβάτες και να λένε τα παιδιά πως, όταν το χτυπάει το φως της αυγής, μοιάζει με άνθρωπο.
Αφήνοντάς σας με αυτές τις σκέψεις, προχωρώ στο πρώτο Παραμυθόγραμμα του 2014!
Όλο τον Ιανουάριο, Έναρξη στις 21:00 – Αφήγηση Παραμυθιών στρο Καφενείο (Καφενείο “European Village”, Μναστηρίου 140, Ακαδημία Πλάτωνος).
Αυτά προς το παρόν. Όπως πάντα, αν έχετε κάτι να προσθέσετε, δεν έχετε παρά να αφήσετε ένα comment. Παραφράζοντας κάτι που μου είπε κάποτε ένας φίλος, για τη νέα χρονιά εύχομαι “Μπύρα, το αίμα των εχθρών μας και περισσότερη μπύρα!”
Καλωσήλθατε αγαπητοί... αναγνώστες, αναζητητές, περαστικοί; Δεν έχει σημασία: είστε όλοι ευπρόσδεκτοι. Ανά τα χρόνια έχω γίνει αποδέκτης ή έχω οικειοποιηθεί ποικίλα προσωνύμια και παρατσούκλια, περισσότερο ή (συνήθως) λιγότερο κολακευτικά, τα οποία στην εποχή του internet έχουν μετεξελιχθεί σε αυτό που λέμε nicknames. Όσο κι αν αυτή η γλαφυρή ανωνυμία έχει τη γοητεία ή τη χρήση της, σε έναν χώρο όπως η Ελλάδα μερικές φορές είναι σημαντικότερο να βλέπει κανείς τι κρύβεται πίσω από τις μάσκες.