Είναι κάπου δέκα μέρες που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το νέο μου πόνημα (νουβελέτα, σύμφωνα με τρέχοντες ορισμούς και τον αριθμό λέξεων), το πρώτο στη σειρά του ΕΘΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΜΠΡΟΖ, με τίτλο “Η Αγάπη σου μου Fhtagn”, από το παράρτημα Nightread των εκδόσεων Ars Nocturna. Δεδομένου του μικρού του μεγέθους, δεν θα ήθελα να πω περισσότερα από αυτά που λέει το οπισθόφυλλο:
Νέα Ορλεάνη: πρόθυμη, ατίθαση, γεννημένη από πόρνες και μαχαιροβγάλτες∙ ξαναγεννημένη μέσα από την κρύα μήτρα της καταιγίδας. Στους δρόμους της άφησαν τα χνάρια τους μουσικοί, ζωγράφοι και συγγραφείς∙ μάγισσες, γκάνγκστερ και σαδιστικοί φονιάδες. Όλοι τους γλεντζέδες. Από τις αλέες και τα καταγώγια, μέχρι τις γιορτινές λεωφόρους και τα πολύφωτα μπαρ της, τριγυρνούν θεοί και δαίμονες, ήρωες και τέρατα∙ και πράγματα τόσο εξώκοσμα που αψηφούν κάθε περιγραφή. Ανάμεσά τους κι ένας χλωμός άντρας με κατάμαυρα μαλλιά: τέρας, όσο και τζέντλεμαν∙ κυνηγός τεράτων, όσο κι εθισμένος στο άγγιγμα των Ακατανόμαστων Θεών. Πάντοτε ανικανοποίητος, ακροβατεί μεταξύ του χιούμορ και της τρέλας, αναζητώντας το χαμένο τίμημα της ύπαρξής του: την ανθρώπινη ευφορία.
Ο επικίνδυνος αυτός άντρας είναι προφανώς ο Κριστιάν Αμπρόζ, το οποίο παλιοί φίλοι και γνωστοί μου έχουν συναντήσει πριν από δέκα με δεκαπέντες χρόνια σε μια πιο ανεπίσημη εκδοχή. Ωστόσο, το αληθινά ενδιαφέρον (κατά τη γνώμη μου) είναι η πρόσφατη πορεία του προς την έκδοση. Πριν από κάποιο καιρό, είχα βαλθεί να κάνω ένα συγγραφικό πείραμα, δοκιμάζοντας να γράψω μια ιστορία lovecraftικής υφής, από την παραληρηματική σκοπιά εκείνου που σταδιακά έχανε το μυαλό του, εμπλεκόμενος με τις ακατανόμαστες κοσμικές δυνάμεις. Υπ’ αυτήν την έννοια, τίποτε πρωτότυπο. Το αληθινό ερώτημα που είχα θέσει στον εαυτό μου, ήταν κατά πόσο μπορούσα να κάνω κεντρικό το ερωτικό στοιχείο που τόσο απουσιάζει από το προσοδοφόρο έδαφος του Lovecraft, δίχως να υποπέσω σ’ ένα απλό πορνογράφημα.
Ο Κριστιάν Αμπρόζ.
Έκανα κάποιες δοκιμές σε αγγλικό χειρόγραφο, το άφηνα, επέστρεφα περιστασιακά και διόρθωνα. Το πείραμα έληξε, έβγαλα κάποια συμπεράσματα δίχως να είμαι απόλυτα ικανοποιημένος κι ύστερα ασχολήθηκα με άλλα πράγματα, όπως συνήθως συμβαίνει. Το χειρόγραφο ωστόσο έμεινε, με αρχικό τίτλο “Love in Fhtagn” (το περίφημο lovecraftικό “fhtagn” προφέρεται είτε “φτέιν”, οπότε εδώ το λογοπαίγνιο ήταν με το “love in vain”, είτε “φτάιν'”, που οδήγησε στον τελικό τίτλο).
Φτάνουμε λοιπόν στον Γενάρη του 2016 και τη βραδιά των Reflections στη Death Disco, αφιερωμένη στα 100 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση του Lovecraft. Ο Γιώργος Σαφελάς μ’ έχει προσκαλέσει να συμμετάσχω κι έχω κάνει πια συνήθειο ν’ αφηγούμαι ιστορίες, όσο πιο κοντά μπορώ στο θέμα, ή αν δεν έχω κάτι κατάλληλο, να κάνω κάποια παρουσίαση. Ρέποντας αρχικά προς την παρουσίαση κι εκεί που σκαλίζω βιβλία και χαρτιά ψάχνοντας έμπνευση, πέφτω πάνω στο χειρόγραφο. Είναι μεγάλος ο πειρασμός, μεγάλος κι ο δισταγμός. Έχω μεγάλη αγάπη στον Lovecraft και γνωρίζοντας πόσο αυστηρός κριτής θα ήμουν εγώ απέναντι σε κάποιον που μπορεί να επιχειρούσε κάτι παρόμοιο, σκέφτομαι πως ίσως το παρατραβάω το σκοινί. Από την άλλη, όμως, η φωνή της Μάνιας Μαράτου που μας έλεγε πάντοτε να δοκιμάζουμε πράγματα στην αφήγηση, αλλιώς δε θα μαθαίναμε τι άλλο λειτουργεί, με πείθει να κάνω το απονενοημένο.
Αλλάζω λίγο τη δομή, η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, οι δύο ντετέκτιβ που είχα ως απλά “εργαλεία” για την παρουσίαση της ιστορίας, γίνονται χαρακτήρες, η ιστορία γίνεται μίγμα τρόμου και νουάρ. Στη διάρκεια της αφήγησης, υπέρμετρα πολύπλοκες φράσεις και υπερβολικές περιγραφές, αντανακλαστικά εξαφανίζονται. Την ώρα που αφηγούμαι, το μυαλό μου καταγράφει τι λειτουργεί και τι όχι. Προς μεγάλη ανακούφιση και χαρά μου, το δεύτερο πέιραμα μοιάζει επιτυχές – δε θα με κρεμάσουν σε κάποιο πλοκαμοφόρο ικρίωμα.
Την ώρα της αφήγησης, ο Άρης Λάμπος σκιτσάρει τον Κριστιάν και τον Ζαν Μπατίστ, καθώς και μια πρώτη εκδοχή της Σέμπα Ζουλί. Είμαι πιο χαρούμενος από Ψαρόμορφο στο Innsmouth. Αργότερα μες στη βραδιά, με πλησιάζουν ο Κώστας Κότσιας και η Μαρία Γιακανίκη από την Ars Nocturna: με ρωτούν αν έχω κι άλλες τέτοιες ιστορίες. Τους απαντώ πως έχω σκαριφήματα και σελίδες επί σελίδων σημειώσεων. Γίνεται μια πρώτη κουβέντα για πιθανή έκδοση στο παράρτημα Nightread του εκδοτικού.
~1870: Ο Κριστιάν συναντά στη Νέα Ορλεάνη τον Σάμιουελ Κλέμενς, κατά κόσμον Μάρκ Τουέην.
Μες στους επόμενους μήνες, αφηγήθηκα άλλες δύο τέτοιες ιστορίες (που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θ’ ακολουθήσουν εκδοτικά), πάντοτε με αφορμή τα Reflections και πάνω στις συζητήσεις με τη Μαρία και τον Κώστα, έπεσε η ιδέα αντί για συλλογή, τουλάχιστον η πρώτη ιστορία να βγει σε μορφή περιοδικού pulp, οπότε θα μπορούσε να βγει και πολύ νωρίτερα απ’ ότι π.χ. το φθινόπωρο. Κάπου στην πορεία και μέσα από κουβέντες με τον Άρη Λάμπο, ψηθήκαμε (αμφότεροι) να κάνει το εξώφυλλο και μερικές εικονογραφήσεις για το εσωτερικό. Αυτό το “μερικές” κατέληξε να φτάσει τον αριθμό 18 (!), τις οποίες ο Άρης φιλοτέχνησε υπό δοάφορες αλλόκοτες συνθήκες, αλλά με ιδιαίτερο κέφι.
Εντωμεταξύ, ο τίτλος που είχα χρησιμοποιήσει μισο-αστεία στην ελληνική αφήγηση, “Η Αγάπη σου μου Fhtagn” (ηχητικά, “Η Αγάπη σου μου Φτάιν'”, κατέληξε να μου αρέσει τόσο που επέμεινα να τον κρατήσουμε.
Μια εβδομάδα πριν την έκδοση, μετά από διορθώσεις και προτάσεις της Μαρίας Γιακανίκη (πάνω σε ένα κείμενο διπλάσιου τελικά μεγέθους, προκειμένου να στηθεί το υπόβαθρο και η ατμόσφαιρα της Νέας Ορλεάνης), η Βάλια Καπάδαη παίρνει το υλικό στα χέρια της και με σημείο έναρξης μια από τις εικονογραφήσεις του Άρη, συνθέτει ένα εξώφυλλο αντάξιο του υγρού, σηπτικού βάλτου που περικλείει τη Νέα Ορλεάνη – και φυσικά επιμελείται αστραπαιάια την τελική νουβελέτα. Αντί για pulp, έχει τελικά μορφή μικρού βιβλίου τσέπης, το οποίο παρουσιάστηκε στο 3ο “Με Πενάκι και Σκαπάνη”.
Για να μην φλυαρήσω περαιτέρω, ήταν μια διαδικασία που πέρασε από το γραπτό, στο προφορικό και πάλι πίσω, με το κείμενο να υποβάλλεται στη δοκιμασία κοινού, εικονογράφου κι εκδοτών, για να φτάσει τελικά στους αναγνώστες – και είμαι κάτι παραπάνω από χαρούμενος με το αποτέλεσμα. Τα σχόλια, πλέον, δικά σας.
Καλή αναγνωση,
Α.Μ.